χαμηλοτάβανος

χαμηλοτάβανος
-η, -ο
χαμηλόστεγος, αυτός που έχει χαμηλό ταβάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμηλοτάβανος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαμηλή οροφή («ένα χαμηλοτάβανο σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + τάβανος (< ταβάνι), πρβλ. ψηλο τάβανος] …   Dictionary of Greek

  • χαμηλόστεγος — η, ο αυτός που έχει χαμηλή στέγη, χαμηλοτάβανος: Το διαμέρισμα αυτό είναι χαμηλόστεγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”